- φιλυποστροφώδης
- φιλ-υποστροφώδης, ες, = foreg., Hp.Epid.4.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλυποστροφώδης — ῶδες, Α [φιλυπόστροφος] φιλυπόστροφος* … Dictionary of Greek
φιλυποστροφώδεα — φιλυποστροφώδης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φιλυποστροφώδης masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)